στρατολάτης

στρατολάτης
ο
οδοιπόρος

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρατολάτης — ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν αυτός που τού αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στρατ ελάτης < στράτα + ελάτης / ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτο λάτης] …   Dictionary of Greek

  • -λάτης — β συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν γενικά «κινώ, οδηγώ, πηγαίνω μπροστά». Ανάγεται στο αρχ. ουσ. ελάτης (πρβλ. ζευγ ελάτης, ον ελάτης) < ἐλαύνω. Συνθετα με β συνθετικό λάτης: αλογολάτης, βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης, ζευγολάτης,… …   Dictionary of Greek

  • βοϊδολάτης — ο αυτός που κατευθύνει τα βόδια στο όργωμα, ο ζευγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βόιδι + λάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης, στρατολάτης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • στρατολάτισσα — η, Ν βλ. στρατολάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”